-
1 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
2 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
3 вершина
η κορυφή- горы - του βουνού, η βουνοκορυφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вершина
-
4 вершина
вершинаас1. ἡ κορυφή:\вершина горы ἡ κορυφή τοῦ βουνού, τό κορφοβούνι· \вершина дерева ἡ κορυφή τοῦ δέντρου· \вершина угла мат ἡ κορυφή τής γωνίας·2. перен ὁ κολοφώνας, τό ἀπόγειο[ν], τό κατακόρυ-φο[ν]:\вершина славы ὁ κολοφώνας τής δόξας· \вершина счастья τό ἀπόγειο τής εὐτυχίας. -
5 вершина
-ы θ.1. κορυφή•вершина горы η κορυφή του βουνού•
вершина угла η κορυφή της γωνίας.
2. Κολοφώνας, ακμή•на -е славы στον κολοφώνα της δόξας.
-
6 градус
1. (угловой) η μοίρα (της γωνίας, του τόξου) 2. (температурный) о βαθμός 3. (единица измерения плотности жидкости, крепости спирта) о βαθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градус
-
7 дополнение
1. (пополнение) το συμπλήρωμα, η συμπλήρωση 2. мат. το συμπλήρωμα, το παραπλήρωμα 3. (το, чем дополнено, прибавление) το παράρτημα, η προσθήκη 4. грам. το αντικείμενο, косвенное - έμμεσο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дополнение
-
8 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
9 ребро
-а, πλθ. рбра, рбер, рбрам α.1. πλευρό, παίδι•так похудел, что рбра видно αυτός αδυνάτισε τόσο, που φαίνονται τα πλευρά.
2. άκρη, η πλευρά•ребро доски η πλευρά της σανίδας•
ребро монеты η στεφάνη (γύρος)του κέρματος.
3. ακμή•ребро двухгранного угла η ακμή της δίεδρης γωνίας•
ребро пирамиды η ακμή της πυραμίδας.
εκφρ.поставить вопрос -ом – βάζω το ζήτημα απερίφραστα, ορθά-κοφτά. -
10 галтель
1. (скругление внутреннего угла металлического или деревянного изделия) το στρογγύλευμα (της εσωτερικής γωνίας) 2. (полукруглый желобок в столярных изделиях) το ημικυκλικό αυλάκι/λούκι 3. (фи-гурный рубанок) το (φιγουράτο) ροκάνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > галтель
-
11 гон
(внесистемная метрическая единица плоского угла, равная 0,01 прямого угла) το γκον (g), (το ένα εκατοστό της ευθείας γωνίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гон
См. также в других словарях:
τριχοτόμηση γωνίας — Η διαίρεση μιας γωνίας σε άλλες ίσες γωνίες. Από πρακτική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόβλημα λύνεται εύκολα με μια ανεκτή προσέγγιση, αν χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα όργανα (γωνιόμετρο, διαβήτης, κανόνας κλπ.). Όταν όμως αναζητήθηκε μια… … Dictionary of Greek
Επισκοπή Γωνιάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται ΝΑ της κωμόπολης Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek